Δεύτερη μέρα φυλακής με φωνάζει ο Μάκης. Έτσι φωνάζαμε τον αρχιφύλακα οι κρατούμενοι στο Δομοκό. Με το μικρό του σαν να ήταν ο μεγάλος μας αδελφός ή κάποιος φίλος και όχι ο προϊστάμενος ανθρωποφύλακας.
Τότε τον γνώρισα πρώτη φορά που ακόμη ήταν αρχιφυλακεύων –πα να πει δεύτερος τη τάξει αρχιφύλακας. Μου πιάνει ψιλή κουβεντούλα, σκανάρισμα ή ακτινογραφία να δει τι καπνό φουμάρω. Θρυλείται ότι οι αρχιφύλακες έχουν πολύ εξελιγμένο λογισμικό σε κάτι τέτοια. Ένα πέρασμα με τα μάτια από πάνω ως κάτω και πάλι αντίστροφα συνήθως τους αρκεί για να καταλάβουν πώς πρέπει να διαχειριστούν κάποιον κρατούμενο και πώς πρέπει να τον τοποθετήσουν στην ευρύτερη στρατηγική διοίκησης της φυλακής.
Μου έριχνε καμιά εικοσαριά χρόνια και καμιά σαρανταριά κιλά. Καθόταν σαν επίσημος, φορώντας τη στολή του τότε, καθώς μόνο ο αρχιφύλακας επιτρέπεται να έρχεται με τα πολιτικά του. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που δε μεταχειρίστηκα τον πληθυντικό για μια τόσο επίσημη περίσταση και απευθυνόμενος σε κάποιον εμφανώς μεγαλύτερό μου. Οι λέξεις έβγαιναν άτσαλα από το στόμα μου μοιάζοντας σχεδόν αφύσικες. Δεν ήθελα να είμαι αγενής ή να κάνω δήθεν τον σκληρό, όμως ήξερα ότι ο πληθυντικός στη φυλακή έχει ένα συγκεκριμένο συμβολισμό –αυτόν της δουλοπρέπειας– που ήθελα να αποφύγω.
Το σουλούπι του ήταν κάτι ανάμεσα σε μυώδες και χονδρό, είχε περιποιημένο μούσι, μελαχρινή επιδερμίδα και αντίστοιχο μαλλί, ίσα να ξεχωρίζουν οι πρώτες άσπρες τρίχες. Χείλη σαρκώδη σ' ένα μεγάλο κεφάλι. Πίσω του, στον τοίχο του μικρού του γραφείου, κρεμόταν μια γκλίτσα την οποία συνήθιζε να κρατάει όταν έμπαινε στις πτέρυγες.
Μονάχα οι αλβανικές πτέρυγες του το είχαν ξεκόψει από την αρχή και δεν διακινδύνευε να παρουσιαστεί μπροστά τους ως ο καλός ποιμένας. Για τους αλβανούς κρατούμενους ο συμβολισμός είναι συγκεκριμένος. Τσομπάνηδες είναι 'κείνοι και αυτός είν' ο λύκος. Για τις υπόλοιπες φυλές τσομπάνης είναι αυτός κι εμείς τα πρόβατα. Φολκλόρ στο Δομοκό.
Αυτός προήχθη σε αρχιφύλακα, τα χρόνια περάσαν, εγώ τον συνήθισα. Ήταν πάντα από τυπικός μέχρι φιλικός μαζί μου. Μια μέρα του Γενάρη το 2015 με φωνάζει στο γραφείο του χωρίς προφανή λόγο και αρχίζει να μου εξηγεί ότι αυτός διαφωνεί με τις φυλακές τύπου Γ, ότι είναι λάθος, ότι το υπουργείο ποτέ δεν τους ακούει, ότι πάλι αυτοί οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι θα την πληρώσουν. Μετά μου λέει ότι έχει αλλάξει, ότι δεν ξέρει τι έχω ακούσει, αλλά ναι, παλιά το δούλευε το ματσούκι, όμως τώρα άδικα του έχει μείνει μόνο η φήμη. Και ήταν αλήθεια ότι τόσο το ματσούκι του όσο και τη φήμη του την είχαν νιώσει στη σάρκα τους διάφορα βαριά ονόματα της ελληνικής παρανομίας, πίσω στα θρυλικά 90's.
Καθόμουν και κουνούσα μηχανικά το κεφάλι μου πιστεύοντας ότι είναι μια από αυτές τις και καλά αθώες κουβεντούλες κατά τη διάρκεια της οποίας η υπηρεσία αποσπάει πληροφορίες από τους κρατούμενους χωρίς να το καταλάβουν. Δεν είδα τον πορτοκαλί φάρο της διαίσθησής του να γυρίζει μέσα στο κεφάλι του. Δεν πήγε το μυαλό μου ότι επρόκειτο για κάποιου είδους τελευταία εξομολόγηση ή για μια απέλπιδα προσπάθεια να ζητήσει από όποιον βρήκε μπόσικο άφεση αμαρτιών.
Πέρασαν δυο μόλις ημέρες. Είχε μια ωραία, σχεδόν ανοιξιάτικη λιακάδα. Αλκυονίδες ημέρες μπορεί ή κάτι τέτοιο. Παίζουμε μπάσκετ στο προαύλιο, το παιχνίδι έχει ζεσταθεί, πηδάω να πιάσω το ριμπάουντ και καθώς προσγειώνομαι πατάω στραβά το πόδι μου, το βλέπω σχεδόν να γυρίζει κάτω από τον αστράγαλο και αμέσως να επανέρχεται με μια ταλάντωση στην αρχική του θέση προκαλώντας μου έναν πολύ οξύ πόνο.
Πόνος που όλο το μεσημέρι δε λέει να περάσει, ώσπου τ' απόγευμα ζητάω να πάω στον γιατρό. Γιατρός φυσικά και δεν υπάρχει στη φυλακή τις καθημερινές, πόσο μάλλον Σαββατοκύριακο. Όμως είναι ένας υπάλληλος που εκτελεί χρέη νοσηλευτή εφαρμόζοντας στους ασθενείς ό,τι έμαθε στον στρατό ξέρω 'γώ.
Μου λένε: «Αργότερα, έχουν δουλειά μπροστά».
«Τι δουλειά», τους λέω, «εδώ υποφέρω, έχει πρηστεί το πόδι μου, να δες». Και τους δείχνω.
Με τα πολλά έρχεται ο τραυματιοφορέας –ένας κρατούμενος δηλαδή που εκτελεί χρέη βοηθού νοσηλευτή– με παραλαμβάνει με το καροτσάκι και με τσουλάει μέχρι την άλλη άκρη της φυλακής που είναι το ιατρείο. Περνάμε μπροστά από το αρχιφυλακείο –αυτός είναι ο δρόμος– και αντιλαμβάνομαι μια έντονη αναστάτωση μεταξύ των υπαλλήλων, των οποίων τα πρόσωπα είναι χλωμά και τρομαγμένα. Σα να είχαν κάποιου είδους μεταφυσική εμπειρία. Ένας υπαρχιφύλακας σε κατάσταση αμόκ μιλάει στο τηλέφωνο ενημερώνοντας τον συνομιλητή του ότι δεν μπορεί να του πει από το τηλέφωνο. Θα του πει από κοντά, τον διαβεβαιώνει. Δε δίνω σημασία, μαλάκες είναι σκέφτομαι.
Μπαίνω στο γραφειάκι του γιατρού, μου βάζουν μια λερή γάζα καταφανώς μεταχειρισμένη –χαλαρό διάστρεμμα ήταν η διάγνωση– μου δίνουν και μια πατερίτσα να έχω να πορεύομαι, καθώς το ζευγάρι της δεν το είχαν, μου συνιστούν ξεκούραση και μου χορηγούν κι ένα χάπι Αποτέλ.
Επιστρέφω στο κελί μου κούτσα-κούτσα για να ξαπλώσω λίγο. Κάποιος μου χτυπάει την πόρτα.
«Ναι», φωνάζω και τη βλέπω να ανοίγει. Βάζει μόνο το κεφάλι του μέσα αξιοποιώντας το λίγο χώρο που δημιουργεί η χαραμάδα.
«Τα 'μαθες;» μου λέει.
«Όχι», του λέω, «τι να μάθω;».
«Βάλε ειδήσεις», μου λέει, «σκότωσαν τον Μάκη».
Οτάσσιος Θεοφίλου
Πήγη:BLOKO